αναγνωρισμα

αναγνωρισμα
    ἀναγνώρισμα
    -ατος τό опознавательный знак, признак Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναγνωρισμα" в других словарях:

  • ἀναγνώρισμα — tokens of recognition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγνώρισμα — το (Α ἀναγνώρισμα) [ἀναγνωρίζω] η αναγνώριση* νεοελλ. σύμβολο ή σημείο που οδηγεί σε αναγνώριση, χαρακτηριστικό …   Dictionary of Greek

  • ἀναγνωρισμάτων — ἀναγνώρισμα tokens of recognition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγνωρίσματα — ἀναγνώρισμα tokens of recognition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»